- παφιλένιος, -ια, -ιο
- ο κατασκευασμένος από πάφιλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παφιλένιος — και παφυλλένιος και μπαφιλένιος ια, ιο [πάφιλας] 1. ο κατασκευασμένος από πάφιλα, ο ορειχάλκινος 2. συνεκδ. αυτός που έχει μικρή αξία, ο ευτελής … Dictionary of Greek
παφυλλένιος — α, ο βλ. παφιλένιος … Dictionary of Greek